- ἀποπρό
- ἀποπρόafar offindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποπρό — ἀποπρό επίρρ. (Α) 1. πολύ μακριά 2. (ως πρόθ.) μακριά από κάτι («ἀποπρὸ νεῶν, πατρίδος γαίας») … Dictionary of Greek
αποπρονοσφίζω — ἀποπρονοσφίζω (Α) απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπρό «μακριά από κάτι» + νοσφίζω «απομακρύνω»] … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
πρόπροθι — Α επίρρ. πολύ εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπρό + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. απόπρο θι)] … Dictionary of Greek